ξαντικός

ξαντικός
-ή, -ό (Α ξαντικός, -ή, -όν) [ξάντης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξάνση, στο λανάρισμα
2. το θηλ. ως ουσ. η ξαντική
η τέχνη τού λαναρίσματος
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξαντικά
η αμοιβή τού ξάντη, η αμοιβή για το λανάρισμα
2. φρ. «ξαντική μηχανή»
τεχνολ. μηχανή λαναρίσματος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ξαντικόν
η τέχνη τού λαναρίσματος («τὸ μὲν ξαντικὸν καὶ τὸ τῆς κερκιστικῆς καὶ ὅσα τὰ ξυγκείμενα ἀπ' ἀλλήλων ἀφίστησι», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξαντικός — of or for wool carding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξαντικόν — ξαντικός of or for wool carding masc acc sg ξαντικός of or for wool carding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξαντικῆς — ξαντικός of or for wool carding fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξαντική — ξαντικός of or for wool carding fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξαντικήν — ξαντικός of or for wool carding fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξανθικός — και Ξανδικός και Ξαντικός, ὁ (Α) (στους Μακεδόνες και στους Γαζαίους) ονομασία τού ρωμαϊκού μήνα Απριλίου …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԵԳ — (ի.) NBH 1 0351 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c, 12c, 13c գ. ութերորդ ամիս հայոց՝ շարժական, որ յայլ եւ այլ դարս համեմատի այլ եւ այլ ամսոց այլոց ազգաց: Արմատ է բառիս Արեգակն. վասն որոյ ʼի Հին բռ. գրի. *Արեգ. մեծ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”