- ξαντικός
- -ή, -ό (Α ξαντικός, -ή, -όν) [ξάντης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξάνση, στο λανάρισμα2. το θηλ. ως ουσ. η ξαντικήη τέχνη τού λαναρίσματοςνεοελλ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξαντικάη αμοιβή τού ξάντη, η αμοιβή για το λανάρισμα2. φρ. «ξαντική μηχανή»τεχνολ. μηχανή λαναρίσματοςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ξαντικόνη τέχνη τού λαναρίσματος («τὸ μὲν ξαντικὸν καὶ τὸ τῆς κερκιστικῆς καὶ ὅσα τὰ ξυγκείμενα ἀπ' ἀλλήλων ἀφίστησι», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.